- Λεωνίδου
- Λεωνίδηςmasc gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MILETUM — I. MILETUM Calabriae urbem a Milesiis Asiaticis concitam habet Barrius ex l. 6. Herodoti, quam hodie Mileto nominari subdit. Eandem a Cicerone Melita dici l. 3. ep. 4. ad Att. putat. Corradus. II. MILETUM Graece Μείλητον, nomen castri in agro… … Hofmann J. Lexicon universale
Λεωνίδιο — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 3.224 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στην ακτή του Αργολικού κόλπου, 93 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου και έχει… … Dictionary of Greek
Τάγματα Ασφαλείας — Στρατιωτικά ελληνικά σώματα που ιδρύθηκαν στα χρόνια της Κατοχής με σκοπό τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων που πολεμούσαν τους κατακτητές. Τα Τ. Α., που χαρακτηρίστηκαν με το αναγκαστικό διάταγμα 179/69 από το δικτατορικό καθεστώς των… … Dictionary of Greek